Ορφέας και Ευρυδίκη - Ελληνική Μυθολογία

Fofão
By -
0




Η μυθική ερωτική ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι πολύ γνωστή μέχρι τη σύγχρονη εποχή και έχει εμπνεύσει την τέχνη στη μουσική, στον κινηματογράφο και το θέατρο. Για χάρη της Ευρυδίκης ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο, αλλά δεν κατάφεραν να γυρίσουν μαζί γιατί δεν τήρησε τον μοναδικό όρο που του είχε βάλει ο Άδης.


Τί λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;

Ο
Ορφέας ήταν γιος του Θίαγρου, του βασιλιά της Θράκης και ήταν ένας πολύ προικισμένος μουσικός, που είχε μαθητεύσει στον Απόλλωνα και ήξερε να παίζει τόσο όμορφες μελωδίες με τη λύρα του που μάγευε ακόμα και τα άγρια ζώα του δάσους.
Ο Ορφέας συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, βοηθώντας τον Ιάσονα να αντιμετωπίσει τις Σειρήνες.
Όταν ολοκληρώθηκε η εκστρατεία επέστρεψε στην πατρίδα του, την Πιερία.
Κάνοντας μια βόλτα στο δάσος, όπως συνήθιζε, συνάντησε τη νύμφη Ευρυδίκη με την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε.
Το ζευγάρι έμοιαζε ευτυχισμένο μέχρι τη στιγμή που ο Αρισταίος, ο αγαπημένος φίλος του Ορφέα, ερωτεύτηκε την Ευρυδίκη και μια μέρα βλέποντας την μπροστά του άρχισε να την κυνηγάει. Η νύμφη κατάφερε να του ξεφύγει και άρχισε να τρέχει στο δάσος, αλλά τη δάγκωσε ένα φίδι.
Έτσι, δυστυχώς, η Ευριδίκη πέθανε και η ψυχή της πήγε στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Άδη. Μόλις το έμαθε, ο Ορφέας κόντεψε να τρελαθεί από τη λύπη του.
Πήρε τη λύρα του και πήγε στον ποταμό Αχέροντα όπου ήταν οι πύλες του Κάτω Κόσμου, προσπαθώντας να τη φέρει πίσω.
Το λυπητερό τραγούδι της λύρας του γοήτευσε τον Χάροντα, ο οποίος μετέφερε τους νεκρούς με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο.
Έτσι, ο Χάροντας έκανε μια εξαίρεση και μετέφερε ζωντανό τον Ορφέα στην άλλη όχθη του ποταμού Αχέροντα.
Την πύλη του Κάτω Κόσμου την φύλαγε ο Κέρβερος, ένας φοβερός σκύλος με τρία κεφάλια.
Όμως το νανούρισμα της λύρας του Ορφέα αποκοίμισε τον Κέρβερο, ενώ οι χαϊδευτικές νότες της ανακούφισαν τους νεκρούς.
Έτσι, ο Ορφέας κατάφερε τελικά να φτάσει μπροστά στο θρόνο του Άδη, που ήταν ο θεός του Κάτω Κόσμου και των νεκρών.
Ο Άδης είχε ενοχληθεί πολύ που ένας ζωντανός μπήκε στο βασίλειο του, αλλά η θλιμμένη μουσική του Ορφέα συγκίνησε κι αυτόν.
Η σύζυγος του Άδη, η Περσεφόνη, τον παρακάλεσε να ακούσει το αίτημα του Ορφέα.
Ο Άδης αγαπούσε πολύ την Περσεφόνη, και ικανοποίησε την επιθυμία του Ορφέα να πάρει την Ευρυδίκη μαζί του πίσω στη Γη υπό έναν όρο. Είπε στον Ορφέα πως στη διαδρομή μέχρι τη Γη, έπρεπε να προχωράει αυτός μπροστά και η αγαπημένη του να τον ακολουθεί.
Απαγορευόταν όμως να γυρίσει έστω και για μια στιγμή το κεφάλι του προς τα πίσω και να δει την Ευρυδίκη, αλλιώς θα την έχανε για πάντα.
Ο Ορφέας δέχτηκε και προκειμένου να κερδίζει πάλι την αγαπημένη του, ήταν βέβαιος πως θα μπορούσε να κάνει υπομονή σε όλη τη διαδρομή.
Σε όλη τη διαδρομή έπαιζε χαρούμενες μελωδίες, οδηγώντας τη σκιά της Ευρυδίκης πίσω στη ζωή.
Ούτε μία φορά δε γύρισε να κοιτάξει πίσω!
Όμως, λίγο πριν φτάσουν στο τέλος, ο Ορφέας δεν άντεξε. Παρασύρθηκε από την αγάπη του.
Η απόλυτη ησυχία τον έκανε να σκεφτεί πως κάτι είχε συμβεί και η Ευρυδίκη είχε σταματήσει να τον ακολουθεί.
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της και αμέσως η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε και επέστρεψε στον Κάτω Κόσμο.
Ο Ορφέας έμεινε για πάντα μόνος και απαρηγόρητος, γνωρίζοντας ότι έχασε την αγαπημένη του από δικό του λάθος. Τριγυρνούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του στο δάσος και έπαιζε θλιμμένες μελωδίες.
Σύμφωνα με τον μύθο, πολλές νύμφες προσπάθησαν να τον γοητεύσουν, αλλά ο Ορφέας δεν θέλησε ποτέ καμία άλλη εκτός από την Ευρυδίκη.
Τη γυναίκα που έχασε, επειδή δεν μπόρεσε να ελέγξει την αδυναμία του.
Εξοργισμένες με την περιφρόνηση που τους έδειχνε, κάποιες άγριες γυναίκες από την ακολουθία του Διονύσου, οι Μαινάδες, ρίχτηκαν πάνω του και τον έκαναν κομμάτια.
Κλαίγοντας οι Εννέα Μούσες μάζεψαν το διαμελισμένο κορμί του Ορφέα και το έθαψαν στον Όλυμπο.
Λέγεται ότι από εκείνη τη μέρα τα αηδόνια της περιοχής κελαηδούν πιο γλυκά από όλα τα άλλα πουλιά.
Και αυτό γιατί ο Ορφέας, όταν πέθανε, βρήκε επιτέλους ξανά την πολυαγαπημένη του Ευριδίκη. Όσο για τις Μαινάδες, που τόσο άσπλαχνα είχαν σκοτώσει τον Ορφέα, οι θεοί τις καταδίκασαν σε μια τιμωρία χειρότερη από το θάνατο.
Καθώς βροντοχτυπούσαν θριαμβευτικά τα πόδια τους στο έδαφος αφού είχαν σκοτώσει τον Ορφέα, τα δάχτυλα τους στράβωσαν και χώθηκαν στο χώμα. Όσο πάλευαν τόσο πιο πολύ ρίζωναν.
Τα πόδια τους έγιναν ξύλινα και βαριά, το ίδιο και το σώμα τους μέχρι που τελικά μεταμορφώθηκαν σε βουβές βαλανιδιές.
Κι έτσι απομένουν στα χρόνια που περνούν μέχρι που στο τέλος να σωριαστούν, κούφιοι κορμοί, στο έδαφος.

Postar um comentário

0Comentários

Postar um comentário (0)

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!